ἐπιδεδράμηται

ἐπιδεδράμηται
ἐπιτρέχω
—run upon
perf ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επιτρέχω — (AM ἐπιτρέχω) [τρέχω] 1. τρέχω σε μια διεύθυνση, σπεύδω, ορμώ, επιπίπτω εναντίον κάποιου («ὁ δ’ ἐπέδραμεν», Ομ. Ιλ.) 2. απλώνομαι, εκτείνομαι («ἐπιδέδρομεν νυκτὶ φέγγος», Απολλ. Ρόδ.) 3. εισβάλλω σε μια χώρα («τοῡτο δὲ Μαιάνδρου πεδίον πᾱν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”